- περιχαράσσω
- ΝΜΑ και περιχαράζω Ν και περιχαράττω Α1. χαράζω, σημειώνω γραμμή ή σκάβω λάκκο ή τάφρο γύρω από κάτι2. χαράζω, ορίζω τα όρια, τα σύνοραμσν.μέσ. περιχαράσσομαι(για την αυγή) αρχίζω να φαίνομαι, αρχίζω να χαράζωαρχ.1. ιατρ. περικόπτω τα ούλα για να διευκολύνω την εξαγωγή δοντιού2. παθ. έχω ολόγυρα εγκοπές.
Dictionary of Greek. 2013.